- ανδρόγυνος
- η , ο [ος , ον ] 1.1) мужской и женский; общий; семейный;
ανδρόγυνα λουτρά — семейные бани;
2) изнеженный;2. (ο ) см. ανδρόγυνης
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανδρόγυνα λουτρά — семейные бани;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανδρόγυνος, -ο — και ανδρόγυνο, το και ανδρογύνης, ο 1. ο αρσενικοθήλυκος. 2. «ανδρόγυνα φυτά», αυτά που έχουν αρσενικά και θηλυκά άνθη στην ίδια ταξιανθία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνδρόγυνος — man woman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδρόγυνος — η, ο (AM ἀνδρόγυνος ον) κοινός στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά») νεοελλ. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο ανδρόγυνος ανδρόγυνης αρχ. (σχετικά με γυναίκες) λεσβιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + γυνος (< γυνή)] … Dictionary of Greek
ἀνδρογύνοις — ἀνδρόγυνος man woman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογύνοισιν — ἀνδρόγυνος man woman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογύνου — ἀνδρόγυνος man woman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογύνους — ἀνδρόγυνος man woman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογύνων — ἀνδρόγυνος man woman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογύνως — ἀνδρόγυνος man woman masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογύνῳ — ἀνδρόγυνος man woman masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρόγυνε — ἀνδρόγυνος man woman masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)